- Λύσιππος
- οαρχαίος χαλκοπλάστης από τη Σικυώνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Λύσιππος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λύσιππος — (4ος αι. π.Χ.). Σικυώνιος χαλκοπλάστης. Δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες για τη ζωή του. Υπήρξε ο ευνοούμενος γλύπτης και ο επίσημος ανδριαντοποιός του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Από τα πολυάριθμα χάλκινα έργα του (ο Πλίνιος αναφέρει 1.500) δεν έχουν… … Dictionary of Greek
Лизипп — (Λύσίππος) древнегреческий скульптор и литейщик, работавший исключительно из бронзы, глава пелопоннесской школы IV в. до Р. Хр. Он был родом из Сикиона и жил в середине IV в. Его карьера простиралась от 360 х гг. до 316 г. Как художник он был… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Λυσίππου — Λύσιππος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λυσίππων — Λύσιππος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λυσίππῳ — Λύσιππος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λύσιππε — Λύσιππος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λύσιππον — Λύσιππος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek